- ευλογία
- Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της Ανατολής) προκαλείται από ένα διηθητό ιό, παρόμοιο με τον ιό της ευλογιάς των αγελάδων, που έχει μεγάλη αντοχή στο περιβάλλον.
Οι βλάβες που προκαλούνται από την ε. αφορούν το δέρμα (φλύκταινες) και τους βλεννογόνους (βαθιές εξελκώσεις). Ο χρόνος επώασης ποικίλλει γενικά μεταξύ 8 και 12 ημερών· μετά ακολουθεί η αρχική φάση της νόσου, η οποία χαρακτηρίζεται από βαριά γενικά συμπτώματα, όπως έντονη κεφαλαλγία, οσφυαλγία, ρίγη τα οποία ακολουθούνται από υψηλό πυρετό (μέχρι 40-41°C). Στα μικρά παιδιά μπορεί να παρουσιαστούν σπασμοί. Σε μια δεύτερη φάση (3η-4η ημέρα) εμφανίζονται οι χαρακτηριστικές δερματικές εκδηλώσεις που εξελίσσονται, με το πέρασμα μερικών ημερών, από το στάδιο των κηλίδων σε εκείνο των ερυθρών εξανθημάτων, φυσαλίδων και τέλος φλυκταινών, που εντοπίζονται πρώτα στο πρόσωπο και στους καρπούς, μετά στον λαιμό, στον θώρακα και στα άνω άκρα. Σπάνιος είναι ο εντοπισμός στην κοιλιά και στα κάτω άκρα (που πλήττονται σε ιδιαίτερα βαριές μορφές της νόσου). Η θερμοκρασία, η οποία προσωρινά ελαττώνεται κατά την περίοδο της εμφάνισης των ερυθρών εξανθημάτων, ανεβαίνει απότομα κατά τον σχηματισμό των φλυκταινών, για να υποχωρήσει οριστικά στη συνέχεια και να εξαφανιστεί με τον σχηματισμό των εφελκίδων, οι οποίες προκαλούν κνησμό. Μετά τη 14η ημέρα οι εφελκίδες αποξηραίνονται, εσχαροποιούνται και πέφτουν αφήνοντας στο δέρμα τις χαρακτηριστικές κυκλικές ουλές. Οι συχνότερες επιπλοκές είναι αποστήματα, σηψαιμία, νεφρίτιδα και εγκεφαλίτιδα. Η πρόγνωση ποικίλλει ανάλογα με τη βαρύτητα της νόσου. Η θνησιμότητα κυμαίνεται, κατά μέσο όρο, γύρω στο 20%. Είναι περισσότερο γνωστές οι ελαφρές μορφές ως ευλογιοειδής και εκτρωτική ε.
Η πρόληψη επιτυγχάνεται με τον δαμαλισμό, τον οποίο καθιέρωσε στην Ευρώπη ο Άγγλος γιατρός Έντουαρντ Τζένερ. Με προγράμματα μαζικού εμβολιασμού η νόσος εξαφανίστηκε. Από τον 18o αι. γινόταν ήδη ο ευλογιασμός, δηλαδή ο τεχνητός ενοφθαλμισμός της ε. κατά την πορεία καλοηθών επιδημιών· εμφανίζονταν όμως περιπτώσεις βαριάς εκδήλωσης της νόσου, οι οποίες οδηγούσαν σε θάνατο. Ο Τζένερ, ξεκινώντας από την παρατήρηση ότι δεν προσβάλλονταν από την ε. εκείνοι που είχαν αρρωστήσει από την ε. των αγελάδων (καλοήθης νόσος), ενοφθάλμισε για πρώτη φορά το 1796 το περιεχόμενο μιας φλύκταινας ε., που είχε αναπτυχθεί στο χέρι μιας αμελκτρίας και στον βραχίονα ενός παιδιού 8 ετών. Από τότε ο εμβολιασμός κατά της ε., δηλαδή ο δαμαλισμός, τελειοποιήθηκε και έγινε υποχρεωτικός στην Ευρώπη. Ο εμβολιασμός αυτός δεν προσδίδει μόνιμη ανοσία αλλά ανοσία που έχει διάρκεια περίπου 5 χρόνια. Ο πρώτος δαμαλισμός γίνεται στην ηλικία του ενός έτους, ενώ ο αναδαμαλισμός στην ηλικία 6-7 ετών στο σχολείο. Άλλοι αναδαμαλισμοί γίνονται στον στρατό και σε εποχές εμφάνισης επιδημιών ή κρουσμάτων στον πληθυσμό καθώς και σε γειτονικές χώρες. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν κρίνεται σκόπιμος ο μαζικός εμβολιασμός κατά της ε. Μόνιμες εστίες ε. υπάρχουν σε μερικά ασιατικά κράτη (Πακιστάν).
Η πρόοδος της ιατρικής επιστήμης επιτρέπει πλέον τη θεραπεία της ε. χωρίς την προσφυγή στον δαμαλισμό.
Σημαντική πρόοδος επιτεύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες για την εξάλειψη της ευλογιάς στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, χάρη στα προγράμματα εμβολιασμού (δαμαλισμού) που εφαρμόστηκαν από τον Ερυθρό Σταυρό· στη φωτογραφία, εμβολιασμός στο Ιράκ (φωτ. ΑΠΕ).
* * *και ευλογιά και βλογιά, η (ΑΜ εὐλογία, Μ και εὐλογιά και βλογιά)η ευχή προς τον Θεό που γίνεται από τον ιερέα, με καθορισμένο τυπικό, για τον ευλογούμενο, για την παροχή αγαθών σ' αυτόν ή για την απαλλαγή του από κακά και από την ευθύνη αμαρτιών τουνεοελλ.1. συμβολική κίνηση που κάνει ο ιερέας με το δεξιό χέρι του προς το εκκλησίασμα ή προς το πρόσωπο που ευλογεί και η οποία δηλώνει ευχή2. η ευχή που δίνεται από ηλικιωμένα μέλη τής οικογένειας ή από οποιονδήποτε ηλικιωμένο προς νεώτερους («το παιδί προοδεύει γιατί έχει την ευλογία τού πατέρα»)3. αφθονία αγαθών, πλούτος ή μεγάλη δεξιότητα σε κάτι, ταλέντο («ευλογία τού θεού»)νεοελλ.-μσν.1. ο άρτος και ο οίνος που προσφέρεται από τους πιστούς για να τελεσθεί το μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας, κν. προσφορά, καθώς και τα μικρά τεμάχια τής προσφοράς που διανέμονται από τον ιερέα στους εκκλησιαζομένους, αλλιώς αντίδωρο2. λοιμώδης εξανθηματική αρρώστια ανθρώπων και ζώων (λανθασμ. ο τ. εὐφλογία) («η βλογιά τού άφησε σημάδια στο πρόσωπο»)μσν.1. ευμενής προς κάποιον διάθεση τού θεού που φέρνει αγαθά2. φαγητό ή ποτό που δίνει ο ηγούμενος στους μοναχούς αφού τό ευλογήσει3. γάμος(«λαμβάνω εἰς εὐλογίαν» — παντρεύομαι)4. η άδεια που δίδεται από τον ηγούμενο στον μοναχό για να κάνει κάτι, με ειδική ευλογία, δηλ. ευχετική συναίνεση5. γεν. ευχή, ευχετική έκφρασημσν.-αρχ.1. λόγος που προέρχεται από τον θεό και παρέχει ευτυχία («εὐλογία Κυρίου ἐπὶ κεφαλὴν δικαίου», ΠΔ)2. η πράξη, η έκφραση τής ευλογίας, η ευχετική εκδήλωση (ἐπάξω ἐπ' ἐμαυτὸν κατάραν, οὐκ εὐλογίαν», ΠΔ)αρχ.1. ωραίος λόγος, καλή, ωραία έκφραση («εὐλογία καὶ εὐαρμοστία καί... εὐρυθμία», Πλάτ.)2. ευηχία λόγου3. ευπρέπεια, κοσμιότητα εκφράσεως4. επαινετικός λόγος, έπαινος, εγκώμιο5. καλή φήμη, αγαθή υπόληψη, δόξα («ἀγήραντος εὐλογία», Σιμων.)6. πιθανολογία, ευλογοφάνεια7. ευμενής, αυτοπροαίρετη παροχή αγαθών («ἵνα... προκαταρτίσωσι... τὴν εὐλογίαν ὑμῶν», ΚΔ)8. άφθονη παροχή, πλούσια συγκομιδή («ὁ σπείρων ἐπ' εὐλογίαις καὶ θερίσει», ΚΔ).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευλογώ. Ο τ. βλογιά < ευλογιά με σίγηση τού αρκτικού προτονικού φωνήεντος < ευλογία. Η ονομασία τής ασθένειας σύνηθες φαινόμενο ευφημισμού (πρβλ. ιλαρά «χαρούμενη»)].
Dictionary of Greek. 2013.